-άνος

-άνος
-ανός (Α -άνος, -ανός)·
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә-nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος -βασκαίνω < *βασκn -ω). Το επίθημα -ανο- απαντά κυρίως στον σχηματισμό πρωτογενών παραγώγων που προκύπτουν κατευθείαν από ρηματικές ρίζες. Τα παράγωγα μπορεί να είναι ρηματικά επίθετα στη μηδενισμένη μεταπτωτική βαθμίδα (πιθ-ανό-ς: πείθ-ομαι), την απαθή (στεγ-ανό-ς: στέγ-ω) ή την ετεροιωμένη βαθμίδα η οποία μάλιστα παρατηρείται σε ρίζες για τις οποίες η Ελληνική δεν διαθέτει ρηματικούς τ. (όργανος
πρβλ. όργανον, έργον). Επίσης, σε ουσιαστικά έμψυχα ή άψυχα που ερμηνεύονται με συσχετισμούς τους προς τ. τόσο της Ελληνικής όσο και άλλων ΙΕ γλωσσών: Πρβλ. δαπάνη -δάπτω, λατ. daps, ιων.-αττ. ουρανός, λεσβ. ορρανός, δωρ. ωρανός αρχ. ινδ. varunah. Το επίθημα -ανο- απαντά σε αρχαιότερες λ. (όργανο, ξόανο κ.λπ.) χρησιμοποιείται όμως ευρύτατα και αργότερα στην καθημερινή γλώσσα, στον σχηματισμό ονομάτων φυτών (πλάτανος
πρβλ. πλάτος, πλάτη, λάχανον-λαχαίνω), θρησκευτικών λ. (λείψανον -λείπω) και κυρίως τεχνικών όρων (τεχνητών αντικειμένων, εργαλείων κ.λπ. όπως κόπανον -κόπτω, τρύπανον -τρύπη, τρυπάνω, σκαπάνη -σκάπτω κ.ά.). Με το επίθημα -ανο- σχηματίζεται επίσης ένας μικρός αριθμός δευτερογενών παραγώγων (πρβλ. ομηρ. ουτιδανός < ού-τι < ου-τιδ, οπτανός-οπτός), στα οποία περιλαμβάνονται και μερικές αρχαιότερες λ. (έδρανον, κλίνανος κ.ά.). Το επίθημα -ανο- (και -ηνο-) θεωρείται ξενικής προέλευσης όταν απαντά σε ονόματα εθνικά και επίθετα σχετικά με γεωγραφικούς όρους της περιοχής της ΒΔ. Μικράς Ασίας ή γενικά περιοχών της Εγγύς Ασίας κατά τους μετακλασικούς χρόνους. Πρβλ. Ἀσιᾶνος-Ἀσία, Σαρδιᾶνoς-Σάρδεις. Η κατάληξη -ιανός που εμφανίζεται στην ελληνιστική εποχή και στους χριστιανικούς χρόνους προέρχεται από το λατ. -ianus (Caesarianus)
πρβλ. Χριστιανός, Ηρωδιανός. Η Ελληνική έχει κληρονομήσει το επίθημα -ανο- από την ΙΕ, επειδή όμως ένας μεγάλος αριθμός ονομάτων εργαλείων ή φυτών ανάγεται στη γλώσσα των μεσογειακών λαών, θεωρείται ότι θα πρέπει να υπήρξε ανταγωνισμός και αλληλεπίδραση μεταξύ των διαφορετικής προέλευσης μορφών του επιθήματος. Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. -ανός- διατηρήθηκε ως κατάλ. επιθέτων (πρβλ. αδειανός, λει-ανός κατά τα αρχ. πιθανός, στεγανός) ενώ η κατάλ. -άνος- απαντά σε ουσιαστικά και εθνικά ονόματα (πρβλ. πελεκ-άνος, Πρεβεζ-άνος) προερχόμενη από επίθετα λατ. αρχής σε -anus, όπως decanus, paganus].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμμεγιστάν — ᾱνος, ὁ, Μ μεγιστάνας μαζί με άλλον ή με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεγιστάν, ᾶνος] …   Dictionary of Greek

  • τραγόπαν — ανος, ο / τραγόπαν, ανος, ἡ, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος ορνιθόμορφων πτηνών αρχ. μυθικό πτηνό τής Αιθιοπίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + Παν. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. tragopan (< τράγος + Παν)] …   Dictionary of Greek

  • Ακαρνάν — ( άνος), ο (Α Ἀκαρνάν) αυτός που κατάγεται από την Ακαρνανία ή κατοικεί εκεί …   Dictionary of Greek

  • Ψευδόπαν — ανος, ὁ, Α ο ψεύτικος Παν, αυτός που ψευδώς θεωρείται ως Παν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + Πάν] …   Dictionary of Greek

  • ποιμάν — άνος, ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. ποιμένας …   Dictionary of Greek

  • προστάλας — ανος, ὁ, Α πανάθλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τάλας «άθλιος»] …   Dictionary of Greek

  • υποχλωρομέλας — ανος, ὁ, Α κάπως μαυροκίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χλωρομέλας «μαυροκίτρινος»] …   Dictionary of Greek

  • ψάγδαν — ανος, και ψάγδας και σάγδας και σαγδᾱς και τ. άτονης ονομ. ψάγδης και στον Ησύχ. ψαγδῆς, ὁ Α (στην Αίγυπτο) είδος μύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από την Αιγυπτιακή, πρβλ. αιγυπτ. sgnn «λίπος, αλοιφή». Η Ελληνική δανείστηκε τον τ. με το άρθρο του, p’… …   Dictionary of Greek

  • άκανος — ἄκανος, ο (Α) 1. είδος αγκαθιού 2. η αγκαθωτή κορφή μερικών καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη ρίζα *ακ «μυτερός», από όπου με μια σειρά ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως ἄκαινα*, ἀκόνη* ἄκων, ἀκόντιον*, που συνδέονται όλες… …   Dictionary of Greek

  • πελεκάνος — (pelecanus onocrotalus). Πτηνό της οικογένειας των πελεκανιδών, της τάξης των πελεκανόμορφων. Το στεγανόποδο αυτό έχει κοινά μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με τα άλλα μέλη της οικογένειας που προαναφέρθηκαν. Το ράμφος είναι πολύ μεγάλο και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”